- νήκερως
- νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)αυτός που δεν έχει κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήκερως — νήκερω̆ς , νήκερως adverbial νήκερω̆ς , νήκερως masc/fem nom pl νήκερω̆ς , νήκερως masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήκεροι — νήκερως masc/fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek